- στεφανικόν
- στεφανικόςofmasc acc sgστεφανικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεφανικός — ή, όν, ΜΑ [στέφανος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον στέφανο, στο στέμμα («στεφανικὸν τέλεσμα», λεξ. Σούδα) μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελετή τού γάμου, στον γάμο αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ στεφανικόν ειδικός φόρος που… … Dictionary of Greek